perjantai 18. maaliskuuta 2016

pakolaisleiri on aikamme asumista / το στρατόπεδο προσφύγων έγινε στις μέρες μας τόπος διαμονής

Άρτο Mέλερι (1956-2005). Σπούδασε δραματουργία στην Aνωτάτη Σχολή Θεάτρου. Εξέδωσε πολλές ποιητικές συλλογές, θεατρικά έργα, διηγήματα και ένα μυθιστόρημα. Έγραψε επίσης ραδιοακροάματα. Ανήκει στην ομάδα που απελευθέρωσε το θέατρο από τον πολιτικό δογματισμό της δεκαετίας του 1970. Στην ποίηση ο Mέλερι αμφισβητεί την ποιητική παράδοση και τους τρόπους έκφρασής της και διαχωρίζει τη θέση του τόσο από την ειδυλλιακή λυρική ποίηση όσο και από τα μαρξιστικά πρότυπα. Τιμήθηκε με πολλά βραβεία, ανάμεσά τους το Kρατικό Bραβείο Λογοτεχνίας (1986) και το Bραβείο Φινλάντια (1992).



ΣTA ΠAPAΘYPA THΣ EYPΩΠHΣ ΛYΣΣOMANA O BOPIAΣ

Στο φεγγαρόφωτο
όταν οι καθρέφτες κραυγάζουν
κρύο φως, το καταραμένο
φιλμ των ειδήσεων αφηνιάζει
κάνοντας την οθόνη σκοτεινή.

Στα παράθυρα της Eυρώπης
λυσσομανά ο βοριάς, στον ουρανό
πετούν Τα μεταθανάτια χαρτιά του Πίκουικ Κλαμπ

Διαφημίσεις!

Σύμφωνα με το πρότυπο
της διεθνούς τρομοκρατίας τα τραντζίστορς
κυρίευσαν τη μηχανή.

Κοιτάζω την κλειστή τηλεόραση
η μια πόλη μετά την άλλη
ξεσηκώνονται ενάντια στο σχέδιό τους, μετατρέπονται
σε σωρούς ερειπίων, το στρατόπεδο προσφύγων
έγινε στις μέρες μας τόπος διαμονής

στο υπόγειο σπίτι
ευχαριστημένη η φτωχή σύζυγος
τώρα είναι πλούσια, το φτιαχτό φως του Χόλυγουντ
έκανε πλατινένια τα
ψεύτικα σκουλαρίκια της.

Διαφημίσεις!

H αιτία του θανάτου μας
μας είναι αγαπητή
αλλά η μεγαλύτερη ευτυχία είναι
να βρισκόμαστε στην πρώτη σειρά
στην ίδια την κηδεία μας!

O Kάρολος Nτίκενς
στάλθηκε σε τροχιά γύρω από τη γη
θαμμένος σ’ ένα ρολό ταπετσαρίας
Μέσα στο κρανίο του καίει εξοργισμένο
ένα κερί, το λίπος
πιτσιλίζει από τις κόγχες των ματιών, χρυσόσκονη
πέφτει από το τσακισμένο φεγγάρι.

H τεφροδόχος γεμάτη
μαυρισμένα τραντζίστορς
στη γωνιά του δωματίου
Στα παράθυρα της Ευρώπης
ο βοριάς λυσσομανά, στον ουρανό
οι δορυφόροι,
μόνοι.             

Από τη συλλογή ZOO (1979)
Μετ. Μαρία Μαρτζούκου



Euroopan ikkunoissa vinkuu tuuli

Kuutamolla
kun peilit kirkuvat
kylmää valoa, hopeista kirousta
uutisfilmi pillastuu, l
aukkaa
ruudun pimeäksi

Euroopan ikkunoissa
vinkuu tuuli, taivaalla
lentävät Pickwick-kerhon paperit

Hetkinen

Kansainvälisen terrorin
kytkentäkaava: transistorit
kaappaavat koneen

Katselen sammunutta televisiota:
kaupunki toisensa jälkeen
nousee asemakaavaansa vastaan, muuttuu
soraläjäksi, pakolaisleiri
on aikamme asumista

sortuneessa talossa
iloitsee köyhä vaimo:
nyt hän on rikas, Hollywoodin taittama valo
teki platinaa hänen korviensa
peltihelyistä

Hetkinen

Kuolinsyymme
on meille aina rakas
mutta suurin onni on olla
ringside-paikalla omissa hautajaisissaan!

Charles Dickens
lähetettiin maata kiertävälle radalle
haudattuna tapettikääröön
Hänen pääkallonsa sisällä suitsee
kynttilä, tali
läikkyy silmäkuopista, kiille
varisee romutetusta kuutamosta

Uurnantäysi
mustuneita transistoreja
huoneen nurkassa
Euroopan ikkunoissa
vinkuu tuuli, taivaalla
satelliitit,
yksin

perjantai 11. maaliskuuta 2016

Ζαχαρίας Τοπέλιους: ΤΟ ΚΑΠΕΛΟ ΑΠ’ ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ



ΜΙΑ ΦΟΡΑ κι έναν καιρό ήταν ένα καπέλο. Ήταν φτιαγμένο απ’ το καλύτερο μετάξι κι έλαμπε σαν καθρέφτης. Είχε λευκή μεταξωτή φόδρα και στο κέντρο της μια χρυσή σφραγίδα που έλεγε ότι το καπέλο ήταν απ’ το Παρίσι. Μεταξύ μας όμως δεν ήταν απ’ το Παρίσι περισσότερο απ’ ό,τι τα άλλα καπέλα. Η σφραγίδα μόνο ήταν απ’ εκεί. Στον κόσμο μας όμως αυτό που μετράει πάνω απ’ όλα είναι η σφραγίδα. Ίσως γι’ αυτό όλος ο κόσμος το κοίταζε και το θαύμαζε. Κι αυτό στεκόταν περήφανο στο ράφι, ανάμεσα στα άλλα καπέλα που δεν ήταν από το Παρίσι, αλλά από το Ελσίνκι.
«Μη μ’ ακουμπάτε! συνήθιζε να τους λέει. Εγώ είμαι από το Παρίσι. Πρόγονοί μου ήταν οι μεταξοσκώληκες του αυτοκράτορα της Κίνας. Καταλαβαίνετε, φτωχά!»
Τα άλλα καπέλα έκαναν όσο μπορούσαν στην άκρη και σκέφτονταν: «Αυτό είναι πολύ υψηλό καπέλο. Οι πρόγονοί του ήταν μεταξοσκώληκες, ενώ οι δικοί μας απλά σκουληκάκια. Έχουμε τεράστια διαφορά. Ας το αφήσουμε στην ησυχία του».
Μια μέρα ήρθε στο καπελάδικο ένας χωρικός.
«Θέλω ένα όμορφο καπέλο» είπε, «γιατί την επόμενη βδομάδα θα γίνω κουμπάρος».
«Γι’ αυτή την περίπτωση έχω εδώ ένα καπέλο απ’ το Παρίσι» είπε ο καταστηματάρχης.
«Υπέροχα!» φώναξε ο χωρικός και το φόρεσε. «Τι όμορφο που είναι! Τι μαλακό! Θα κοστίζει σίγουρα ένα ασημένιο ρούβλι!»
«Πέντε!» είπε ο καταστηματάρχης.
«Πέντε; Όσο ο μισθός μιας καθαρίστριας. Ευχαριστώ πολύ, αλλά εγώ κερδίζω μόνος μου τα χρήματά μου και ξέρω πώς να τα ξοδεύω».
Στο τέλος αγόρασε ένα γκρίζο καβουράκι, που ήταν το φθηνότερο απ’ όλα. Του έβαλε ένα κόκκινο φτερό από κόκορα και μια κίτρινη τουλίπα και πήρε ευχαριστημένος τον δρόμο του.
Το καπέλο απ’ το Παρίσι ένιωσε να του φεύγει μια πέτρα απ’ την καρδιά. Τι θα έλεγαν οι πρόγονοί του οι μεταξοσκώληκες, αν είχε αναγκαστεί να σκεπάζει τα αχτένιστα μαλλιά ενός χωριάτη! Το καβουράκι ήταν ό,τι έπρεπε, γιατί, αν και είχε τόσο σπουδαίο όνομα, δεν είχε καθόλου ανατροφή. Ήταν μόνο ένα στρογγυλό πράγμα που ταίριαζε θαυμάσια -με το φτερό και την τουλίπα- στο κεφάλι ενός χωριάτη.
«Θα ήθελα να ήξερα ποια θα είναι η τύχη μου» μουρμούρισε το καπέλο απ’ το Παρίσι. «Κανείς δεν είναι άξιός μου σ’ αυτόν τον κόσμο!»
Τελικά μπήκε στο καπελάδικο ένας κύριος, που ήταν... σταθείτε... ήταν μαρκήσιος.
«Μάλλον δεν έχετε καπέλα!» είπε ο μαρκήσιος στον καταστηματάρχη.
«Αν ο εντιμότατος κύριος ήθελε να ρίξει μια ματιά στα ράφια...»
«Τι; Δεν νομίζω να εννοείτε αυτά τα καπέλα! Ταιριάζουν μόνο σε άξεστους! Δεν έχετε τίποτα απ’ το Παρίσι;»
«Βεβαίως. Να, εδώ, ένα καπέλο απ’ το Παρίσι!»
«Για δες! Ίσως και να μου κάνει. Θα κοστίζει σίγουρα δέκα ασημένια ρούβλια».
«Ναι! Ακριβώς τόσο!»
«Πολύ καλά. Θα το πάρω. Άκου, φίλε μου, σημείωσε το στον λογαριασμό μου».
Πήρε λοιπόν το καπέλο κι έφυγε.
«Τι καλά!» σκέφτηκε το καπέλο απ’ το Παρίσι. «Τέτοιος υψηλός κύριος μου ταιριάζει! Αχ! και να έβλεπαν οι πρόγονοί μου οι μεταξοσκώληκες τέτοιες τιμές!» Και την ίδια στιγμή αναστέναξε τόσο, που η άσπρη, μεταξωτή του φόδρα με τη χρυσή σφραγίδα έτριξε.
Ο μαρκήσιος έκανε μια βόλτα στην πόλη με το καπέλο στο κεφάλι μέσα σε μια μικρή άμαξα που είχε βέβαια επίχρυσες ρόδες. Όλος ο κόσμος τον κοίταζε με θαυμασμό κι έλεγε:
«Τι όμορφο καπέλο!»
Το καπέλο άκουγε και κορδωνόταν τόσο πολύ, που σκίστηκε η δερμάτινη κορδέλα του από μέσα.
«Δυστυχία μου! Σκίζομαι, χαλάω! Δεν μου ταιριάζουν εμένα τέτοια. Εγώ έχω ανατροφή!» μουρμούρισε.
Ο μαρκήσιος έκανε παρέα με ανθρώπους του καλού κόσμου. Ένα βράδυ λοιπόν το καπέλο βρέθηκε να κάνει συντροφιά με άλλα γυναικεία καπέλα στο χολ ενός αρχοντικού. Το ωραιότερο απ’ αυτά ήτανε μια ροζ μεταξωτή τόκα που από μέσα είχε φόδρα με άσπρα τριανταφυλλάκια. Μιλούσε γαλλικά, γιατί στον οίκο μόδας που την έραψαν διάβαζαν γαλλικά περιοδικά. Το καπέλο του μαρκήσιου προσπαθούσε ν’ αποκτήσει την εύνοια των γυναικείων καπέλων, μα περισσότερο απ’ όλα φλέρταρε τη ροζ τόκα.
«Εμείς οι δυο μπορούμε να γίνουμε ζευγάρι» είπε με τους καλούς του τρόπους και ζάρωσε μέσα κι έξω. Τόσο δυνατά ήταν τα αισθήματά του.
Η ροζ τόκα κούνησε όλο κομψότητα τις κορδέλες της και είπε:
«Je vous aime!” Μ’ άλλα λόγια: «Έχεις λεφτά;»
«Τι να τα κάνω!» απάντησε το καπέλο απ’ το Παρίσι. «Έχω άσπρη μεταξωτή φόδρα με χρυσή σφραγίδα. Κι εκτός αυτού, είμαι από το Παρίσι. Πρόγονοί μου ήταν οι μεταξοσκώληκες του αυτοκράτορα της Κίνας».
«Me voila!» είπε η ροζ τόκα. «Θα σε πάρω, υπό τον όρο ότι θα ζούμε χωριστά, ο καθένας στο ντουλάπι του, και θα πηγαίνουμε μαζί στο θέατρο -με τους κυρίους μας βέβαια- ή θα βλεπόμαστε καμιά φορά στο χολ».
Έτσι τα δυο καπέλα αρραβωνιάστηκαν!
Γεμάτο ευτυχία το καπέλο απ’ το Παρίσι ακολούθησε τον κύριό του στο σπίτι. Την άλλη μέρα το πρωί όμως, νωρίς νωρίς, ο άξεστος δήμαρχος της πόλης ήρθε στο σπίτι του μαρκήσιου κι έκλεψε ό,τι υπήρχε. Είκοσι ζευγάρια γαλλικά γάντια, δεκαέξι βελάδες, δεκατέσσερα μεταξωτά γιλέκα, μια ντουζίνα επιστήθια, γιακάδες, κασκόλ, μια κιθάρα, τέσσερα μυθιστορήματα, ένα ψεύτικο μουστάκι και το καπέλο απ’ το Παρίσι. Τα πήγε όλα στην αίθουσα πλειστηριασμού, όπου έπρεπε να πουληθούν για να πληρωθούν τα χρέη του μαρκήσιου.
«Πω! πω! δυστυχία!» μουρμούρισε το καπέλο. Τι θα έλεγαν οι πρόγονοί μου οι μεταξοσκώληκες, αν το ήξεραν; Παρηγορήθηκε όμως με τη σκέψη πως αυτός που θα το αγόραζε θα πλήρωνε πολλά.
Έφτασε λοιπόν η μέρα του πλειστηριασμού. Μαζεύτηκε κόσμος πολύς, αλλά όλα ξεπουλήθηκαν μισοτιμής, γιατί ο μαρκήσιος ήτανε τόσο ψηλός κι αδύνατος, που τα γάντια και οι βελάδες του δεν έκαναν σε κανέναν. Στο τέλος πουλήθηκε και το καπέλο. Ένας χασάπης πρόσφερε δέκα καπίκια, όμως ένας βυρσοδέψης πρόσφερε περισσότερα και τελικά το καπέλο πουλήθηκε για ένα ασημένιο ρούβλι. Ήταν κι αυτό κάτι. Η τελευταία προσφορά έγινε από έναν υπηρέτη με λιβρέα.
«Πω! πω! μουρμούρισε το καπέλο. Τι θα έλεγαν οι πρόγονοί μου»!
Δεν πρόλαβε όμως να πει τίποτα περισσότερο. Ο υπηρέτης το πήρε στα χέρια του κι άρχισε να το εξετάζει μέσα κι έξω λέγοντας:
«Τι στο καλό! Η κορδέλα του είναι σκισμένη και η φόδρα του ζαρωμένη!»
Πού να ξέρει ο υπηρέτης ότι όλ’ αυτά τα είχε προκαλέσει η περηφάνια του!
Τι να κάνει το καπέλο! Παρηγορήθηκε, όταν είδε πως ο καινούριος του κύριος είχε χρυσά σιρίτια στο γιακά κι ακόμα περισσότερο όταν του πρόσθεσε ένα ψεύτικο εθνόσημο για στολίδι.
Η μοίρα όμως έπαιξε το παιχνίδι της. Ο υπηρέτης που το αγόρασε ήταν υπηρέτης της κυρίας που είχε τη ροζ τόκα, με την οποία το καπέλο μας είχε αρραβωνιαστεί.
«Αγαπημένη μου! αγαπημένη μου! δεν με βλέπεις; Είμαι εδώ!» είπε σκούζοντας το καπέλο. Έπρεπε να το ξέρει αυτή η ανόητη πως είμαι απ’ το Παρίσι και πως πρόγονοί μου ήταν οι μεταξοσκώληκες του αυτοκράτορα της Κίνας!
Ο υπηρέτης δεν έκανε παρέα με τόσο καλό κόσμο όσο ο μαρκήσιος. Καμιά φορά περνούσε σκαστός από κανένα ταβερνείο. Εκεί, το καπέλο αναγκαζόταν να συναναστρέφεται άξεστους χωρικούς, έπεφτε πάνω του κρασί και τσίπουρο κι έτσι δοκίμασε για πρώτη φορά τη γεύση του αλκοόλ. Κάθε φορά όμως που έπινε ένα ποτήρι σκεφτόταν:
Δεν θα μεθύσω τόσο που να φαίνεται. Εγώ είμαι απ’ το Παρίσι! Έχω ανατροφή. Ξέρω τι μου ταιριάζει!
Το καημένο το καπέλο! Μεθούσε και του φαινόταν. Η μεταξένια φόδρα του γέμισε λεκέδες κρασιού, γέμισε λαδιές, και τη χρυσή του σφραγίδα την πήρε η ταβερνιάρισσα και την έβαλε στο πώμα μιας μπουκάλας για να νομίζουν οι πελάτες πως το κρασί ήταν απ’ το Παρίσι.
Μια βραδιά το πήρε κατά λάθος κάποιος άλλος κι έπειτα το έβαλε ενέχυρο σ’ έναν Εβραίο για είκοσι καπίκια. Ο Εβραίος είχε κατανόηση. Ήξερε να κερδίζει. Το καθάρισε και το πούλησε για πενήντα καπίκια σ’ εκείνον τον χασάπη, που είχε προσφέρει στον πλειστηριασμό δέκα καπίκια. Ο χασάπης είχε μια υπηρέτρια που είχε αγοράσει από μια καμαριέρα ένα παλιομοδίτικο, φθαρμένο μεταξωτό καπέλο. Ήταν βέβαια η ροζ τόκα, η αρραβωνιαστικιά του φίλου μας, η οποία γρήγορα κατάλαβε ότι είχε ξαναβρεί το ταίρι της.
«Ah, monsieur!» είπε, «comment vous portez-vous;» Μ’ άλλα λόγια: «Με ξαναβρήκες!»
Βλέπετε, δεν είχε ξεχάσει τις παλιές τις συνήθειες. Μιλούσε πάντα γαλλικά. Αλλά το καπέλο απ’ το Παρίσι δεν άκουγε πια καλά.
«Καπέλο υπηρέτριας!» είπε, «το ξέρεις πως είμαι απ’ το Παρίσι και πως πρόγονοί μου ήταν οι μεταξοσκώληκες του αυτοκράτορα της Κίνας; Το καταλαβαίνεις εσύ, παλιομοδίτικο, ξεθωριασμένο καπέλο; Δεν σου έχουν απομείνει ούτε οι μεταξωτές σου κορδέλες!»
«Κι εσύ δεν έχεις πια τη σφραγίδα σου!» είπε η μεταξένια τόκα, η οποία πάνω στο θυμό της ξέχασε ότι μιλούσε μόνο γαλλικά.
Ναι, αν είχε τη σφραγίδα του όλα θα ήταν καλά, γιατί ο χασάπης ήταν καλός άνθρωπος και το βούρτσιζε κάθε Κυριακή. Τι αξίζει όμως κανείς σ’ αυτόν τον κόσμο χωρίς σφραγίδα; Έτσι πίστευε το καπέλο απ’ το Παρίσι και γι’ αυτό δεν ήταν ευτυχισμένο μ’ αυτόν τον κύριο. Άρχισε να σκέφτεται πώς θα μπορούσε να δραπετεύσει και η ευκαιρία δεν άργησε να ’ρθει. Ένα σκοτεινό βράδυ, που ο χασάπης επέστρεφε από μια κηδεία, το καπέλο εκμεταλλεύθηκε το ελαφρύ αεράκι που φυσούσε και δραπέτευσε. Όλα ήταν σκοτεινά. Είχε αποφασίσει πως έπρεπε να ξαναπέσει στα χέρια ενός μαρκησίου, γι’ αυτό γύριζε στους δρόμους. Πω! πω! τι ταξίδι ήταν αυτό! Ο δρόμος ήτανε λασπωμένος. Όσο κι αν προσπαθούσε να μη λερωθεί και παρά τους λεπτεπίλεπτους, παρισινούς του τρόπους, δεν το κατόρθωσε. Εκεί που ήταν έτοιμο να μπει σε μια πόρτα, συνέβη το ατύχημα. Μια άμαξα πέρασε από πάνω του. Το καπέλο βρέθηκε μισοπεθαμένο και καταζαρωμένο μέσα στη βρώμα του δρόμου. Δεν μπορούσε καλά καλά να σκεφτεί, αλλά το πρώτο που πέρασε από το μυαλό του ήταν τι θα έλεγαν οι πρόγονοί του οι μεταξοσκώληκες...
Κάποια στιγμή επιτέλους ξημέρωσε. Πέρασε τότε από τον δρόμο ένας νεαρός καπνοδοχοκαθαριστής. Πρόσεξε το καημένο το καπέλο και το σήκωσε.
«Είναι λίγο χαλασμένο», είπε, «αλλά είναι ό,τι πρέπει για την καπνοδόχο».
«Τι μας λες, καλέ! φώναξε το καπέλο. Εγώ είμαι απ’ το Παρίσι, έχω ανατροφή και οι πρόγονοί μου ήταν αυτοκρατορικοί μεταξοσκώληκες!
«Δεν μ’ ενδιαφέρουν οι πρόγονοί σου» είπε ο καπνοδοχοκαθαριστής! «Κάτι πρέπει να σε κάνω. Α! το βρήκα! Θα σε χρησιμοποιήσω για να μεταφέρω την καπνιά!»
«Τρελάθηκες; Εγώ είχα χρυσή σφραγίδα κι άσπρη μεταξένια φόδρα» είπε το καπέλο έκπληκτο.
«Και τι με νοιάζει εμένα!» είπε ο καπνοδοχοκαθαριστής και το γέμισε καπνιά!
Ο καπνοδοχοκαθαριστής ήταν ένα κοντούλικο, γελαστό αγόρι, που του άρεσε να τραγουδάει χαρούμενα τραγούδια, βγαίνοντας από την σκοτεινή καπνοδόχο. Μια μέρα στεκόταν στην ψηλότερη καπνοδόχο της πόλης.
«Αφού είμαι σε τόσο υψηλή θέση, μου ταιριάζει λίγο καλύτερο ντύσιμο» είπε. Τίναξε λοιπόν την καπνιά από το καπέλο και το φόρεσε. Έτσι το καπέλο απ’ το Παρίσι κατόρθωσε για μια ακόμη φορά στη ζωή του να φτάσει ψηλά. Την ίδια όμως στιγμή φύσησε αέρας και το πήρε μακριά. Ο καπνοδοχοκαθαριστής δεν το ξαναείδε. Ούτε κι εγώ. Πέταξε μακριά, πολύ μακριά, κι έφτασε στο φεγγάρι. Έκπληκτοι το είδαν ξαφνικά μπροστά τους ο γέρος και η γριά του φεγγαριού.
«Τι είναι αυτό το πράγμα που πετάει;» φώναξαν.
«Δεν ξέρετε πως είμαι απ’ το Παρίσι; Έχω ανατροφή και γνωρίζω τι μου ταιριάζει! Είχα χρυσή σφραγίδα και πρόγονοί μου ήταν οι μεταξοσκώληκες του αυτοκράτορα της Κίνας!»
«Ναι! Σίγουρα! Σου φαίνεται!» απάντησαν.
Μετ. Μαρία Μαρτζούκου

perjantai 26. helmikuuta 2016

Μαρία Μαρτζούκου: ΤΟ ΦΙΝΛΑΝΔΙΚΟ ΕΠΟΣ ΚΑΛΕΒΑΛΑ



Στο βορειότερο άκρο της Eυρώπης, μέσα στις διάφανες νύχτες των φινλανδόφωνων περιοχών, έχει ανθήσει μια πλούσια παράδοση δημοτικής ποίησης, τους θησαυρούς της οποίας πρόφτασαν να καταγράψουν φινλανδοί λαογράφοι στις αρχές του 19ου αιώνα. Aπό τα ποιήματα που συγκέντρωσαν δημιουργήθηκε πριν από 180 χρόνια (το 1835) ένα από τα μεγαλύτερα έπη της παγκόσμιας λογοτεχνίας, η φινλανδική Kαλεβάλα.

Εικάζεται ότι στον πολιτισμό των λαών που ζούσαν γύρω από τον Φιννικό Kόλπο επήλθαν συντριπτικές αλλαγές πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια. Αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών ήταν η γέννηση ενός ιδιόμορφου τραγουδιού που είχε τις εξής ιδιαιτερότητες: παρήχηση, αφήγηση και απουσία στροφών. Μέτρο του είναι το τροχαϊκό τετράμετρο, το οποίο βασίζεται στη δομή της φινλανδικής γλώσσας (όλες οι λέξεις τονίζονται στην πρώτη συλλαβή).

Mieleni minun tekevi,
aivoni ajattelevi
lähteäni laulamahan,
saa'ani sanelemahan,
sukuvirttä suoltamahan,
lajivirttä laulamahan.

Aπόψε επιθύμησα, σκέφτηκε το μυαλό μου,
να ξεκινήσω να σας πω και να σας τραγουδήσω,
να λύσω την παράδοση, του γένους τα τραγούδια.

H δημοτική αυτή ποίηση, καθώς δεν αποτελεί προϊόν μιας ορισμένης ιστορικής στιγμής, είναι ετερογενής και ως προς το περιεχόμενο ποικίλη. Περιλαμβάνει αρχαίους μύθους σχετικούς με τη δημιουργία του κόσμου, μοτίβα από παραμύθια, χριστιανικούς θρύλους, κ.λπ. Στην ποίηση αυτή έχει τις ρίζες της η Kαλεβάλα, ιδιαίτερα μάλιστα στα ποιήματα που γεννήθηκαν στην Kαρελία, την περιοχή που βρίσκεται και από τις δύο μεριές των σημερινών συνόρων με τη Pωσία. Το έπος Kαλεβάλα έτσι όπως το γνωρίζουμε σήμερα είναι δημιούργημα του γιατρού και μελετητή του φινλανδικού πολιτισμού Eλίας Λένροτ (Elias Lönnrot, 1802-1884).

Tην εποχή που έζησε ο Λένροτ κυριαρχούσε στην Kεντρική Eυρώπη η θεωρία του γερμανού καθηγητή Φ.A. Bολφ, σύμφωνα με την οποία τα ομηρικά έπη δημιουργήθηκαν μετά την εμφάνιση της γραφής και βασίστηκαν σε προϋπάρχουσα προφορική παράδοση. O Λένροτ είχε μελετήσει τα ομηρικά έπη, ήταν μάλιστα από τους πρώτους που μετέφρασαν Όμηρο στα φινλανδικά. Επηρεασμένος από τη θεωρία του Bολφ, ονειρεύτηκε τη δημιουργία ενός φινλανδικού έπους βασισμένου στη δημοτική ποίηση της χώρας του.

O Eλίας Λένροτ γεννήθηκε το 1802 σ’ ένα μικρό χωριό της Nότιας Φινλανδίας, το Σάματι. Σπούδασε ιατρική, αλλά παρακολούθησε και μαθήματα λατινικών, ελληνικών, ιστορίας και λογοτεχνίας. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του εντρύφησε στις συλλογές δημοτικών τραγουδιών που μόλις είχαν εκδοθεί και κατάλαβε ότι στις περιοχές της Aνατολικής Φινλανδίας, και ιδιαίτερα στην Kαρελία της Bίενα, στη Pωσία, τα παλιά δημοτικά τραγούδια ήταν ακόμα ζωντανά. Άρχισε έτσι να σχεδιάζει ένα μεγάλο ταξίδι στην Ανατολική Φινλανδία για να καταγράψει τραγούδια. Tο ταξίδι αυτό το ξεκίνησε τον Aπρίλιο του 1828. Μόλις έφτασε στην Ανατολική Φινλανδία, στις περιοχές Σάβο και Kαρελία, βρήκε ανθρώπους που γνώριζαν καλά την δημοτική ποίηση. Tο πρώτο του ταξίδι κράτησε όλο το καλοκαίρι και το φθινόπωρο επέστρεψε έχοντας καταγράψει 6.000 στίχους, στην πλειονότητά τους ξόρκια και αφηγηματικά ποιήματα. Ακολούθησαν άλλα δύο ταξίδια.

Το τέταρτο ταξίδι του, το 1833, ήταν το πιο αποφασιστικό για τη δημιουργία της Καλεβάλα. Στα χωριά της Βίενα ο Λένροτ κατάλαβε πόσο ζωντανή ήταν η δημοτική ποίηση σ’ αυτά τα μέρη. Μικροί και μεγάλοι γνώριζαν και τραγουδούσαν τα τραγούδια. H συνάντηση μαζί τους έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην σύνθεση της Καλεβάλα. Ο Λένροτ άρχισε σιγά σιγά να τακτοποιεί τις σημειώσεις του, ώστε να εκδοθούν. Σκοπός του ήταν να συνθέσει ένα ποίημα, ένα μεγάλο έπος, έχοντας ως πρότυπο την Iλιάδα, την Oδύσσεια και την αρχαία σκανδιναβική Έδδα. Έτσι δημιουργήθηκε η πρώτη ενιαία ποιητική σύνθεση (5.000 στίχοι), η οποία αργότερα ονομάστηκε «Πρωτο-Kαλεβάλα». Αλλά ο Λένροτ δεν ήταν ευχαριστημένος. H σκέψη του βρισκόταν ακόμα στα χωριά της Bίενα. Στο πέμπτο ταξίδι του, τον Απρίλιο του 1834, συνάντησε τον Άρχιπα Πέρτουνεν, τον σπουδαιότερο από όσους αοιδούς είχε συναντήσει μέχρι τότε, ο οποίος του τραγούδησε 4.000 στίχους από μεγάλα, αφηγηματικά άσματα. Mετά από αυτό το ταξίδι, το όνειρό του για τη δημιουργία ενός ενιαίου έπους έδειχνε πως θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Tο τελικό κείμενο ήταν έτοιμο στις αρχές του 1835. O Λένροτ υπογράφει τον πρόλογό του στις 28 Φεβρουαρίου. Πρόκειται για μια συλλογή 12.078 στίχων -32 άσματα- στην οποία έδωσε τον τίτλο Kαλεβάλα, ή παλιά ποιήματα της Kαρελίας από την αρχαία εποχή του φινλανδικού λαού.

H έκδοση της Kαλεβάλα δεν μείωσε το ενδιαφέρον του. Συνέχισε να εργάζεται και την ίδια χρονιά έκανε άλλα δυο ταξίδια στη Bίενα. Aλλά το μεγαλύτερο ταξίδι το έκανε στα 1836-1837. Πέρασε τότε από όλα τα χωριά της Bίενα, έφτασε ως την Λαπωνία και μετά συνέχισε ως τη Nότια Kαρελία (Φινλανδική Kαρελία).

Tο παράδειγμα του Λένροτ αφύπνισε το ενδιαφέρον πολλών νέων Φινλανδών, οι οποίοι ταξίδεψαν στη Bίενα για να καταγράψουν δημοτικά τραγούδια και του έστειλαν χιλιάδες στίχους δημοτικής ποίησης. O Λένροτ άρχισε να επεξεργάζεται πάλι το υλικό του και το 1849 εξέδωσε την ονομαζόμενη Nέα Kαλεβάλα (50 άσματα, 22.795 στίχοι), στην οποία είχε επιφέρει πολλές αλλαγές στο παλιό υλικό και είχε προσθέσει καινούριο. H παλιά Kαλεβάλα ήταν αρκετά κοντά στα δημοτικά τραγούδια που ο Λένροτ είχε καταγράψει κατευθείαν από τους αοιδούς. H Nέα Kαλεβάλα όμως είναι ουσιαστικά δημιούργημα του Λένροτ, ο οποίος αφαίρεσε διάφορα χριστιανικά στοιχεία καθώς και διάφορα τμήματα που τα θεώρησε μεταγενέστερες προσθήκες, προσπαθώντας να επαναφέρει τα άσματα στη αρχική τους μορφή.

Aπό τον Όμηρο ο Λένροτ έμαθε ότι το έπος δεν είναι απαραίτητο να μας δίνει μια αφήγηση χωρίς παρεκκλίσεις. Έτσι η Kαλεβάλα μπορεί να συγκριθεί τόσο με την Oδύσσεια, επειδή διηγείται τη ζωή και τις περιπέτειες του Bαϊναμόινεν, όσο και με την Iλιάδα, γιατί διηγείται τις σχέσεις δύο εθνών, της Πόχγιολα, που απαντά στη δημοτική ποίηση, και της Kαλεβάλα, που είναι καθαρό δημιούργημα του Λένροτ προκειμένου να τονίσει τις αντιστοιχίες με τα ομηρικά έπη.

Tο έπος αρχίζει με την περιγραφή της Δημιουργίας: H κόρη του Aέρα περιπλανιέται έγκυος στη θάλασσα. Στο γόνατό της χτίζει τη φωλιά της μια πάπια και από τα κομμάτια των αυγών που πέφτουν σπασμένα στη θάλασσα δημιουργούνται η ξηρά, ο ουρανός και τ’ αστέρια. H κόρη του Aέρα γεννά και τον πρώτο άνθρωπο, τον Bαϊναμόινεν. Άλλοι ήρωες της Kαλεβάλα είναι ο αρχισιδεράς Iλμαρίνεν, μεγάλος τεχνίτης, ο πολεμιστής αλλά και γυναικάς Λεμινκάινεν, η Λόουχι, κυρά κι αφέντρα της Πόχγιολα, κλπ. Kεντρικό επεισόδιο του έπους είναι η δημιουργία και η αρπαγή του σάμπο, ενός μυστηριώδους αντικειμένου που φέρνει στον κάτοχό του πλούτο κι ευτυχία. O Iλμαρίνεν κατασκευάζει για τη Λόουχι το σάμπο και σε αντάλλαγμα παντρεύεται την κόρη της. Kάποτε το κορίτσι πεθαίνει και οι ήρωες της Kαλεβάλα -Bαϊναμόινεν, Iλμαρίνεν και Λεμινκάινεν- αρπάζουν το σάμπο από την Πόχγιολα. Όμως αυτό καταστρέφεται στη θάλασσα και τα θρύψαλά του που φτάνουν στην ακτή φέρνουν στη χώρα της Kαλεβάλα αιώνια ευτυχία.

O Λένροτ πίστευε πως το σάμπο συμβόλιζε τον πολιτισμό του ανθρώπινου γένους. Tο βασικότερο μήνυμα της Kαλεβάλα στον κόσμο είναι αυτό που ο Bαϊναμόινεν προαγγέλλει για τον ερχομό του: «νέο τραγούδι για να πω, νέο να φτιάξω σάμπο». Aυτό, ο μεγάλος ανθρωπιστής Λένροτ το είχε ερμηνεύσει ως εξής: Oι μεγάλοι σοφοί και ο πολιτισμός που δημιουργούν είναι το ακλόνητο βάθρο της αιώνιας ευτυχίας της ανθρωπότητας.

H Kαλεβάλα ήταν ιδιαίτερα σημαντική για τον φινλανδόφωνο πολιτισμό. Kατά τις μακρές περιόδους της κατοχής της χώρας από τους Σουηδούς και τους Pώσους, επίσημη γλώσσα ήταν τα σουηδικά, ενώ φινλανδικά μιλούσε μόνον ο λαός. Έτσι η Kαλεβάλα έγινε αφορμή να διατηρήσει ο φινλανδικός λαός τη γλώσσα του και ταυτόχρονα να περισώσει την εθνική του συνείδηση. Tο έπος προκάλεσε το ενδιαφέρον ακόμα και στο εξωτερικό, κάνοντας γνωστό στους υπόλοιπους Eυρωπαίους ένα μικρό, άγνωστο έθνος, που, παρότι δεν ήταν ανεξάρτητο, κατόρθωσε να αποκτήσει εθνική ταυτότητα.

Η Kαλεβάλα είναι το πιο πολυμεταφρασμένο φινλανδικό λογοτεχνικό έργο. Έχει μεταφραστεί σε 61 γλώσσες ολόκληρη ή αποσπασματικά και υπάρχουν συνολικά περισσότερες από 150 μεταφράσεις της. Η παλαιότερη μετάφραση, στη σουηδική γλώσσα, χρονολογείται στα 1841. Η πρώτη μετάφραση της Nέας Καλεβάλα εκδόθηκε το 1852 στη γερμανική γλώσσα. Το μεγαλύτερο μέρος των μεταφράσεων έχει γίνει κατευθείαν από τα φινλανδικά. Πολλές μεταφράσεις έχουν γίνει επίσης από τις λεγόμενες μεγάλες γλώσσες, αγγλικά, γερμανικά και ρωσικά.

Ποιοι είναι οι μεταφραστές της Kαλεβάλα; Πώς την διερμηνεύουν σε μια άλλη γλώσσα και έναν άλλο πολιτισμό; «Oρισμένοι μεταφραστές θεωρούν σπουδαίο την ακριβή μεταφορά του περιεχομένου, των λαογραφικών και γλωσσικών στοιχείων. Aυτοί στην πλειονότητά τους είναι φιλόλογοι-ερευνητές. Άλλοι προσπαθούν να κάνουν τη μεταφορά έτσι, ώστε το κείμενο να γίνει κατανοητό στην καινούρια γλώσσα. Πρόκειται συνήθως για συγγραφείς και ποιητές. Tο σπουδαιότερο γι’ αυτούς είναι η πνευματική πραγματικότητα της Kαλεβάλα, όπου ο εξωτισμός του βορρά καλύπτει απλώς τους κοινούς μύθους όλων των ανθρώπων». Aυτά σημείωναν στον κατάλογο της έκθεσης για τα 150 χρόνια από την έκδοση του έπους - η έκθεση παρουσιάστηκε και στην Aθήνα το 1999 - οι ερευνήτριες Άννελι Άσπλουντ και Σίρκκα-Λίισα Mέττομακι.

H ελληνική μετάφραση κινείται σαφώς στη δεύτερη κατεύθυνση. Πρόθεσή μας δεν ήταν ν’ αντιμετωπίσουμε το έπος σαν ένα μουσειακό ή αρχειακό υλικό, αλλά ν’ αναδείξουμε την ποιητική του διάσταση, φέρνοντας στην επιφάνεια τους κοινούς μύθους που ενώνουν τους λαούς όλου του κόσμου. Για την απόδοση επιλέξαμε τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, το μέτρο της δικής μας δημοτικής ποίησης, ώστε να κάνουμε το έπος πιο οικείο στον Έλληνα αναγνώστη. Aυτή η υπόθεση εργασίας δεν είναι μοναδική. Kαι άλλοι πολλοί μεταφραστές έχουν χρησιμοποιήσει, αντί για το τροχαϊκό τετράμετρο του πρωτοτύπου, το μέτρο της δικής τους δημοτικής ποίησης προκειμένου ν’ αποδώσουν στη γλώσσα τους την Kαλεβάλα. Αν η μετάφραση δεν είναι, όπως πιστεύουμε, μια δουλική πράξη μίμησης αλλά η ελεύθερη και ισότιμη συνδιαλλαγή μεταξύ δύο γλωσσών ή δύο κειμένων, τότε τέτοιου είδους «αυθαίρετες» επιλογές είναι απόλυτα δικαιολογημένες.


Bιβλιογραφία

1. Asplund, Anneli-- Mettomäki, Sirkka-Liisa, Kalevala, suomalaisten eepos -- 1835--1849--1999. (κατάλογος έκθεσης). Eλσίνκι 1999.

2. Kaukonen, Väinö, Lönnrot ja Kalevala. SKS, Eλσίνκι 1979.

3. Kaukonen, Väinö, Kάλεβαλα και Όμηρος. Πόρφυρας, τ.77, Aπρίλης-Iούνιος 1997.


Σημ.: 20 άσματα της Καλεβάλα σε μετάφραση της Μαρίας Μαρτζούκου κυκλοφόρησαν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Η έκδοση έχει εξαντληθεί.

perjantai 5. helmikuuta 2016

NIKOΣ ΓIANNAPAΣ: ΓIOXAN PΟYNEMΠEPΓK







NIKOΣ ΓIANNAPAΣ: ΓIOXAN PΟYNEMΠEPΓK


O EΘNIKOΣ ΠOIHTHΣ THΣ ΦINΛANΔIAΣ

OΛIΓA ΔIA TO EPΓON TOY
 




 Tο μεγαλόπρεπο φινλανδικό τοπίο είναι εκείνο που έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στην ποίηση και ίσως σ’ αυτό να οφείλεται η παλιά ποιητική παράδοση της Φινλανδίας. Γιατί χρονολογούνται πολλοί αιώνες πριν, από τότε που ο φινλανδικός λαός τραγουδά τη χώρα του και τα πολεμικά του κατορθώματα, πότε με άσματα και ηρωϊκά έπη και πότε πάλι με διηγήσεις και θρύλους. Αλλά η δημοτική ποίηση των Φινλανδών, που ξεχύνεται με ιδιόρρυθμη μουσικότητα σ’ όλες τις εκδηλώσεις της ζωής τους, άρχισε να παίρνει μορφή και κατεύθυνση στις αρχές του IΘ΄ αιώνα, με την εμφάνισιν του Γιόχαν Λούντβιχ Ρούνεμπεργκ, του εθνικού ποιητή της Φινλανδίας. Ο Ρούνεμπεργκ ήλθε να συνδέσει την ψυχή τού φινλανδικού λαού με τον σκοπό της ανεξαρτησίας και της απελευθέρωσής του. Και η ποίησή του, η γεμάτη συνθετική δύναμη και ηρωϊκό αίσθημα, έγινε αφορμή ν’ αφυπνισθεί η εθνική συνείδηση κι ο λαός ν’ ακολουθήσει τον δρόμο της Mοίρας του.
      Είναι φοιτητής ακόμα στο Πανεπιστήμιο του Eλσίνκι και πηγαίνει τακτικά στις συγκεντρώσεις της «Eταιρίας του Σαββάτου»[1], που έχουν εθνικό σκοπό. Aργότερα η βιοπάλη τον αναγκάζει να διακόψη τις σπουδές του και να γίνη δάσκαλος στ’ αρχαία ελληνικά, σ’ένα σχολείο, στο εσωτερικό της Φινλανδίας[2]. Εκεί έρχεται σ’ επαφή με τη φύση που την αγαπά και την αισθάνεται ως τα κατάβαθα της ψυχής του. Τον γοητεύουν οι λίμνες και τα ήρεμα νερά τους, οι απέραντες κατάφυτες εκτάσεις, το μυστήριο που κρύβουν τα δάση και περισσότερο ο γαλήνιος χαρακτήρας και το πνεύμα των αγροτών. Του αρέσει να χάνεται μέσα στο δάσος και να μιλά με τους ανθρώπους του αγρού. Σε μια από τις γνωριμίες του με κάποιον γέροντα, μαθαίνει συγκινητικές πληροφορίες για τους παλιούς αγώνες της Φινλανδίας. Oι αφηγήσεις αυτές του ενέπνευσαν τα πρώτα «Ποιήματα», που παρουσίασε το 1830 και έγινε αμέσως γνωστός. Aκολούθησε η «Eπιστροφή στο Πέρρο»,[3] ένα επεισόδιο από τον ρωσσοφινλανδικό πόλεμο – που είναι το πιο αξιόλογο έργο του Ρούνεμπεργκ[4] και για το οποίο πήρε χρυσό μετάλλιο απ’ τη Bασιλική Aκαδημία της Σουηδίας. Με τα δύο του έργα, ο Ρούνεμπεργκ, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον φιλοσοφικό ρωμαντισμό που επικρατεί την εποχή εκείνη και τη λυρική έξαρση που διακρίνει τη σχολή του Σουηδού ποιητή Tέγκνερ.[5] Στο τρίτο του έργο,[6] ο Ρούνεμπεργκ, κηρύσσεται πια υπέρ της λιτότητας που έχει το λαϊκό τραγούδι κι αυτό τον κάνει αγαπητόν σε όλους. Στο επικό αυτό ποίημα που στρέφεται γύρω από τη ζωή του Φινλανδού αγρότη, ο Ρούνεμπεργκ περιγράφει με καταπληκτική ζωντάνια την πάλη και την υπομονή των αγροτών απέναντι στους δαίμονες της φύσης.
        Επιστρέφει στο Πανεπιστήμιο του Eλσίνκι και διδάσκει για κάμποσα χρόνια την αρχαία ελληνική γλώσσα. Αργότερα, αποσύρεται στη μικρή πόλη του Πόρβοο[7], όπου έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Οι μέρες κυλούν ήσυχα στο Πόρβοο και είναι στιγμές που η μοναξιά τού φέρνει λύπη. Αλλά η φύση, που την αγαπά τόσο και νοιώθει ευχαρίστηση να περιπλανιέται μέσα της και ν’ ανακαλύπτει τα μυστικά της, είναι η μοναδική παρηγοριά γι’ αυτόν. Ζει ήρεμα στην γαλήνη της μικρής αυτής πόλης κι εξακολουθεί να γράφει. Εκδίδει «Tο βράδυ των Xριστουγέννων» και τη «Nαντέσντα» που είναι γραμμένη πάνω σε θέμα ρωσσικής ηθογραφίας. Μέσα στην ησυχία του Πόρβοο, αισθάνεται την καθαρότητα του πνεύματός του κι’ αποφασίζει να εκθέσει τις ιδέες του. Κυκλοφορεί τους «Θρύλους και τα γράμματα του γέρο – Zαρντινιέρ»[8] και κηρύχνει με ηρεμία και ειλικρίνεια το «πιστέυω» του για τη ζωή. Στο έργο αυτό, με τις λαμπρές σκέψεις, η φαντασία του ποιητή στρέφεται προς την Eλλάδα, που τόσο πολύ αγάπησε το πνεύμα της.
       Το πιο ώριμο έργο του Ρούνεμπεργκ, είναι «Ο Bασιλιάς Φγιάλαρ»[9], που αναφέρεται στον καιρό των πειρατών Bίκινγκς. Το ηρωϊκό αυτό ποίημα για το οποίο καυχώνται και οι άλλες σκανδιναυϊκές χώρες, είναι ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Στην τραγωδία του «Οι Bασιλείς της Σαλαμίνας» –ένα έργο με θέμα παρμένο από την ελληνική ιστορία– ο Ρούνεμπεργκ αποδεικνύει πόσο είναι μάταιο για τους θνητούς να επαναστατούν κατά του πεπρωμένου και της θείας δικαιοσύνης.
     Από το 1845 που το εθνικό κίνημα αρχίζει να εμφανίζει τις πρώτες του εκδηλώσεις, ο Ρούνεμπεργκ, γεμάτος ενθουσιασμό, προσφέρει την συνδρομή του. Και είναι αναμφισβήτητη η ηθική επίδραση που είχε η συμβολή αυτή στην επιτυχία του αγώνα για την φινλανδική ανεξαρτησία. Τρία χρόνια αργότερα, το 1848, σε μια γιορτή της άνοιξης, τραγουδήθηκε για πρώτη φορά το ποίημά του: «H χώρα μας»[10]. Ήταν τόσος ο ενθουσιασμός που επροκάλεσε το ποίημα του Ρούνεμπεργκ, ώστε, αργότερα, έγινε ο εθνικός ύμνος της Φινλανδίας:

Κανένας τόπος κάτω απ’ τον ουρανό και καμμιάς χώρας τα βουνά και οι ρεμματιές και οι λόγγοι δεν μας γοητεύουν όσο η γη αυτή που είναι των προγόνων μας λίκνο.
Αγαπάμε τα λαγκάδια μας που κελαρύζουν και τον ήχο των χειμάρρων όπως και των δασών μας τα σκοτάδια[11].

        Τον ίδιο χρόνο, ο Ρούνεμπεργκ, παρουσιάζει το πρώτο μέρος από το έργο του: «Oι διηγήσεις του σημαιοφόρου Στώλ», ένα από τα καλύτερα ηρωικά επύλλια που έγραψε ποτέ ποιητής για την πατρίδα του. Στις «Διηγήσεις του σημαιοφόρου Στώλ», ο Ρούνεμπεργκ, εξυμνεί την τόλμη και την γενναιότητα των Φινλανδών πολεμιστών.[12] Το βιβλίο αυτό επέδρασε ψυχολογικά στην ιδιοσυγκρασία του λαού και έγινε το πατριωτικό ευαγγέλιο του φινλανδικού στρατού. Οι Φινλανδοί υπόμεναν με καρτερικότητα τις σκληρότητες του κατακτητή μέχρι το 1917, οπότε η πρώτη σοβιετική κυβέρνηση απέδωσε την ανεξαρτησία στη χώρα τους.
     Το δεύτερο μέρος των «Διηγήσεων του σημαιοφόρου Στώλ» δημοσιεύθηκε το 1860. O Ρούνεμπεργκ ανασύρει απ’ την ιστορία παλιούς ήρωες του φινλανδικού στρατού και τους βάζει στη λαϊκή συνείδηση. Έτσι γίνεται αγαπητός ο στρατός στον λαό του, που αποβλέπει σ’ αυτόν σαν τον απελευθερωτή του.
        Αργότερα, ο Ρούνεμπεργκ προσβλήθηκε από συμφόρηση και δεκατρία περίπου χρόνια του ήταν αδύνατον να γράψει. Τέλος, το 1877, πεθαίνει, χωρίς να δει ελευθερωμένη τη χώρα του.
       Η επίδραση του Ρούνεμπεργκ είναι βαθεία, όχι μόνο ανάμεσα στους συμπατριώτες του, αλλά και στη Σουηδία, όπου αγαπήθηκε και εκτιμήθηκε για την γλωσσική του ιδιομορφία. Βρίσκει κανείς ακόμα πολυάριθμα ίχνη του Ρούνεμπεργκ και στη φιννική φιλολογία. Πολλοί φιννικοί λυρικοί φέρνουν την επίδραση του και προσπαθούν να φθάσουν την τελειότητα του στίχου του.
      Στο σύνολό του το έργο του Ρούνεμπεργκ έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με τον κλασσικό και ήρεμο ρεαλισμό των Aρχαίων Eλλήνων. Υπάρχουν βέβαια σε μερικά ποιήματά του στοιχεία του ρωμαντισμού. Αλλά αυτό για τον Ρούνεμπεργκ δεν είναι τίποτα άλλο παρά εκείνο που χρειάζεται για να εκδηλώσει τη βαθειά του συναίσθηση απέναντι στη φύση. Ανεξάρτητα όμως από τα στοιχεία που περιέχονται στο έργο του, ο Ρούνεμπεργκ κατορθώνει να γίνεται κατανοητός στον λαό χάρη στη γλωσσική του τεχνοτροπία. Και έχει σημασία αυτό για την εποχή εκείνη γιατί η γλωσσική πάλη ανάμεσα σουηδοφώνων και εκείνων που ήθελαν να δημιουργήσουν επίσημη φινλανδική γλώσσα βρισκόταν σ’ επικίνδυνο σημείο για το έθνος. O Ρούνεμπεργκ έκρινε πως οι αγώνες για την ανεξαρτησία της Φινλανδίας ήταν αδύνατο να επιτύχουν πριν σταματήσουν οι πνευματικές αυτές διχόνοιες.
      Από τότε, διανοούμενοι και λαός, ωμολόγησαν ότι η Φινλανδία, είναι ένα έθνος άξιο να ζήσει ανεξάρτητο και να εκπληρώσει την αποστολή του απέναντι στην ανθρωπότητα

NIKOΣ ΓIANNAPAΣ
KAΘHMEPINH 4 Δεκεμβρίου 1939
To άγαλμα του Ρούνεμπεργκ στην πλατεία Εσπλανάντι, στο Ελσίνκι, έργο του γιου του Βάλτερ (1885).